- αμαρτοεπής
- ἁμαρτοεπής, -ές (Α)1. αυτός που σφάλλει στους λόγους, που μιλάει παράδοξα ή ματαιόδοξα2. φρ. «οἶνος ἁμαρτοεπής», αυτός που κάνει τους ανθρώπους να φλυαρούν, να μην προσέχουν τα λόγια τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτο- (< ἁμαρτάνω) + -επὴς < ἔπος].
Dictionary of Greek. 2013.