αμαρτοεπής

αμαρτοεπής
ἁμαρτοεπής, -ές (Α)
1. αυτός που σφάλλει στους λόγους, που μιλάει παράδοξα ή ματαιόδοξα
2. φρ. «οἶνος ἁμαρτοεπής», αυτός που κάνει τους ανθρώπους να φλυαρούν, να μην προσέχουν τα λόγια τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτο- (< ἁμαρτάνω) + -επὴς < ἔπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἁμαρτοεπής — erring in words masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτοεπῆ — ἁμαρτοεπής erring in words neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἁμαρτοεπής erring in words masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἁμαρτοεπής erring in words masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτοεπές — ἁμαρτοεπής erring in words masc/fem voc sg ἁμαρτοεπής erring in words neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτοεποῦς — ἁμαρτοεπής erring in words masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • αμαρτολόγος — ἁμαρτολόγος, ον (Α) ο αμαρτοεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτο (< ἁμαρτάνω) + λόγος < λέγω] …   Dictionary of Greek

  • αφαμαρτοεπής — ἀφαμαρτοεπής, ές (Α) αυτός που μιλάει στην τύχη, απρόσεχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο) + αμαρτοεπής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”